έγγραφος

έγγραφος
-η, -ο (AM ἔγγραφος, -ον)
1. γραμμένος, γραπτός («έγγραφη βεβαίωση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο(ν)
γραπτή διατύπωση πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει κάτι
νεοελλ.
φρ. α) «δημόσιο έγγραφο» — αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια κρατική αρχή και απευθύνεται σε άλλη αρχή ή πολίτες
β) «ιδιωτικό έγγραφο» — αυτό που εκδίδει ιδιώτης και δεν ανταποκρίνεται στους καθορισμένους νόμιμους τύπους που διασφαλίζουν το κύρος του
γ) «πρωτότυπο έγγραφο» — το πρώτο που εκδίδει και υπογράφει ο εκδότης
δ) «διπλωματικά έγγραφα» — αυτά που αναφέρονται στις διεθνείς σχέσεις τού κράτους
μσν.
ἔγγραφον
κατάλογος, κατάστιχο
αρχ.
1. ο γραμμένος στον κατάλογο
2. ο διατυπωμένος σε επίσημο γραπτό πρακτικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἔγγραφος — written masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγγραφος — η, ο 1. γραπτός, γραμμένος (αντίθ. προφορικός). 2. το ουδ. ως ουσ., έγγραφο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγγράφω — ἔγγραφος written masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔγγραφος written masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐγγράφω make incisions into pres subj act 1st sg ἐγγράφω make incisions into pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγράφως — ἔγγραφος written adverbial ἔγγραφος written masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγγραφον — ἔγγραφος written masc/fem acc sg ἔγγραφος written neut nom/voc/acc sg ἐγγράφω make incisions into imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐγγράφω make incisions into imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγράφοις — ἔγγραφος written masc/fem/neut dat pl ἐγγράφω make incisions into pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγράφου — ἔγγραφος written masc/fem/neut gen sg ἐγγράφω make incisions into pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐγγράφω make incisions into imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγράφους — ἔγγραφος written masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγράφων — ἔγγραφος written masc/fem/neut gen pl ἐγγράφω make incisions into pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγράφῳ — ἔγγραφος written masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”